- καταθρύπτω
- καταθρύπτω και καταθρύβω (Α)τρίβω, κάνω μικρά κομμάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + θρύπτω «θρυμματίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω … Dictionary of Greek
κατάθρυπτος — κατάθρυπτος, ον (Α) [καταθρύπτω] αβροδίαιτος, τρυφηλός … Dictionary of Greek
καταθρύβω — (Α) βλ. καταθρύπτω … Dictionary of Greek